- χόνος
- χόνος, ὁ, ein kupferner Becher, bei den Kretern
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Χόνος — η, ΝΜΑ μυθ. θεοποιημένη προσωποποίηση τής τιμής, κυρίως ως μίας πολεμικής αρετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. honos, oris, άλλο τ. τού honor, oris «τιμή»] … Dictionary of Greek
χόννος — και, κατά τον Ησύχ., χόνος, ὁ, Α (κρητική λέξη) είδος χάλκινου ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Κρητ. τ. αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος θα μπορούσε πιθ. να ενταχθεί στην οικογένεια τού ρ. χέω* (πρβλ. χόανος, χῶνος), παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος] … Dictionary of Greek